αναύξητος

αναύξητος
-η, -ο (Α ἀναύξητος, -ον)
1. εκείνος που δεν αυξάνεται
μσν.- νεοελλ.
(Γραμμ.) αναύξητα ρήματα
εκείνα που δεν παίρνουν αύξηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀναύξητος — without augment masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναύξητος — η, ο 1. αυτός που δεν αυξήθηκε, αμεγάλωτος: Η πατρική περιουσία έμεινε αναύξητη. 2. (γραμμ.), «αναύξητα ρήματα», τα ρήματα που δεν παίρνουν αύξηση, π.χ. αρχίζω άρχισα, ορίζω όρισα, ησυχάζω ησύχασα, καθίζω κάθισα κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναυξητότερον — ἀναύξητος without augment adverbial comp ἀναύξητος without augment masc acc comp sg ἀναύξητος without augment neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναύξητον — ἀναύξητος without augment masc/fem acc sg ἀναύξητος without augment neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναυξήτοις — ἀναύξητος without augment masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναυξήτοισι — ἀναύξητος without augment masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναυξήτου — ἀναύξητος without augment masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναυξήτους — ἀναύξητος without augment masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναύξητα — ἀναύξητος without augment neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”